χιλιότροπα

χιλιότροπα
επίρρ. τροπ., κατά χίλιους τρόπους, κατά πάρα πολλούς τρόπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιλιοτρόπως — και χιλιότροπα Ν επίρρ. με πολλούς τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + τρόπος + επιρρμ. κατάλ. ως/ α. Ο τ. χιλιοτρόπως μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”